φιλάρχαιος

φιλάρχαιος
-η, -ο / φιλάρχαιος, -ον, ΝΑ
αυτός που αγαπά την αρχαιότητα, τα αρχαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ἀρχαῖος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φιλάρχαιος, -η — και α, ο αυτός που αγαπάει την αρχαιότητα, ό,τι διασώθηκε από την αρχαιότητα, ο αρχαιόφιλος: Οι φιλόλογοι είναι φιλάρχαιοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλάρχαιος — fond of what is old masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλάρχαιον — φιλάρχαιος fond of what is old masc/fem acc sg φιλάρχαιος fond of what is old neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαρχαίοις — φιλάρχαιος fond of what is old masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαρχαίου — φιλάρχαιος fond of what is old masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαρχαίους — φιλάρχαιος fond of what is old masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχαίος — α, ο (AM ἀρχαῑος, α, ον) 1. ο παλαιός, αυτός που υπήρχε στο μακρινό παρελθόν 2. εκείνος που εξακολουθεί να υπάρχει από την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα 3. αυτός που έχει παλιώσει, ο ξεπερασμένος, ο απαρχαιωμένος νεοελλ. ως ουσ. Ι. οι αρχαίοι αυτοί… …   Dictionary of Greek

  • φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”